Ένα παραμύθι για τον Μάιο...


της Αγγελικής Λάλου


Ο Μάιος ήταν έτοιμος να ανέβει στο θρόνο του χρόνου και να πάρει τη σκυτάλη από τον αδερφό του τον Απρίλιο. Ήταν όμως λίγο σκεφτικός και τα άλλα αδέρφια του οι μήνες τον ρώτησαν τι είχε. Εκείνος απάντησε ότι αυτή η άνοιξη είχε βιαστεί κι όλα είχαν γίνει πολύ γρήγορα. Οι παπαρούνες και οι μαργαρίτες είχαν αρχίσει να ανθίζουν ήδη από τον Φεβρουάριο. Μέχρι τον Μάρτιο όλα τα δέντρα είχαν φτάσει σχεδόν στο τέλος της ανθοφορίας τους. Τον Απρίλιο είχαν όλα πρασινίσει και τα άνθη είχαν τελειώσει. Μέχρι και τα μοβ λουλούδια από τις τζακαράντες και τις κουτσουπιές είχαν ξεραθεί. Αλλά κι έτσι να ήταν τον καθησύχαζαν τα αδέρφια του, του είπαν ότι όλα ήταν ακόμα υπέροχα κι ότι είχε το περιθώριο κι εκείνος να κάνει τη διαφορά και να προσφέρει έναν όμορφο μήνα στους ανθρώπους.

Είχε συνεννοηθεί με τον Απρίλιο λίγο πριν φύγει να αφήσει μερικά απαλά σύννεφα στον ουρανό. Έτσι το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να ρίξει μια ήσυχη και τρυφερή βροχή. Να καθαρίσει τη σκόνη και να ξεδιψάσει το χώμα και τα δέντρα. Του άρεσε του Μάιου η βροχή. Του άρεσε να μυρίζει το χώμα. Όταν ξημέρωσε είδε στο πρώτο φως της μέρας ότι όλα ήταν καθαρά και αναζωογονημένα. Υπήρχαν ακόμα αρκετά λουλούδια, οι καρποί στα δέντρα ωρίμαζαν, οι άνθρωποι χαμογελούσαν κι όσο κι αν ανυπομονούσαν να φτάσει το καλοκαίρι απολάμβαναν την άνοιξη. Όλοι χαίρονταν την Πρωτομαγιά και τη γιόρταζαν με τον καλύτερο τρόπο.


Ο Μάιος όμως ήθελε να είναι όλα όμορφα και ξεχωριστά όχι μόνο με το φως του ήλιου αλλά και το βράδυ. Επιθυμούσε να γίνει κάτι για να τον θυμούνται οι άνθρωποι και να τον περιμένουν να ξανάρθει όταν τελειώσουν οι μέρες του. Ήθελε να είναι φωτεινά τα βράδια του. Χωρίς το φως αυτό να εξαρτάται από το φεγγάρι ή από τη λάμψη των αστεριών. Καθόταν Στην άκρη της νύχτας. Το σκοτάδι δεν του άρεσε. Όταν έσβηναν τα φώτα και γινόταν πηχτό ένιωθε μια αλλόκοτη ψύχρα. Έπαιρνε ένα σπίρτο το άναβε. Λίγο πριν κάψει τα δάχτυλά του το έσβηνε. Όσο ήταν αναμμένο έβλεπε στη λάμψη που τρεμόσβηνε τη γοητεία της νύχτας. Χάζευε στο αχνό φως τα όνειρα που ησύχαζαν κάτω από τα βλέφαρα όσων κοιμόντουσαν. Κάποτε όμως τα σπίρτα τελείωναν. Και τότε αναστέναζε μελαγχολικά. Μόνο το γιασεμί αντιστεκόταν μέσα στα άγρια μεσάνυχτα που προσπαθούσε με τα λευκά του άνθη να φωτίσει κάπως την καταχνιά.


Ο μπαμπάς χρόνος όμως δεν ήθελε ο Μάιος να στεναχωριέται κι έτσι αποφάσισε να του κάνει ένα δώρο. Όταν το επόμενο βράδυ ο Μάιος κάθισε πάλι στο αγαπημένο σημείο στην άκρη της νύχτας κι άρχισε να παίζει με τα σπίρτα… μόλις κάηκε και το τελευταίο κι ήταν έτοιμος να αναστενάξει, πριν προλάβει να του βγει ο αναστεναγμός είδε διάσπαρτες μικρές φλογίστες να τρεμοπαίζουν μες στα σκοτεινά λες και υπήρχαν κι άλλοι σαν κι αυτόν που ξενυχτούσαν παίζοντας με σπίρτα. Μόνο που δεν ήταν σπίρτα… αλλά οι πυγολαμπίδες που είχαν έρθει για να μαλακώσουν το σκοτάδι και για να απολαμβάνει ο Μάιος την ομορφιά και το φως ακόμα και τις νύχτες… Από τότε ο Μάιος έχει τα πιο όμορφα βράδια.



*Οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο είναι αποτέλεσμα διαδικτυακής έρευνας και επιλογή της αρθρογράφου.