Χριστούγεννα, σαν παραμύθι


Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε σε ένα ξύλινο σπιτάκι στο δάσος ένα κορίτσι που το έλεγαν Κίττυ. Η Κίττυ αγαπούσε τη μουσική, το σχολείο της και τα..δώρα. Τα μικρά, αναπάντεχα δωράκια που της χάριζαν οι γονείς, οι φίλοι της και οι επισκέπτες του δάσους. Όσοι περνούσαν για τον απογευματινό τους περίπατο μέσα από το δάσος κι έφταναν μπροστά στο μικρό ξύλινο σπίτι της, που μοσχοβολούσε βανίλια και σοκολάτα, δεν μπορούσαν παρά να θαυμάσουν την ομορφιά και τη ζεστασιά που ανέδυε. Εκεί την έβλεπαν να τρέχει γελώντας και να παίζει μπάλα με τα αγόρια. Ή να κάθεται σκαρφαλωμένη σε μια φωλιά δέντρου και να διαβάζει πολύχρωμες ιστορίες. Όπως την έβλεπαν έτσι ζωηρή κι ευγενική με όλους, της χάριζαν πάντα κάτι μικρό που τύχαινε να έχουν μαζί τους. Μια σοκολάτα, ένα ξύλινο παιχνίδι, φρούτα, μια χρωματιστή κορδέλα, μια κάρτα ή κάποιο περίεργο μολύβι.

Η Κίττυ ήταν διαφορετική από τα περισσότερα παιδιά της ηλικίας της. Δεν τρελαινόταν για κούκλες και φορέματα, ούτε έπαιζε όλη μέρα με τα κορίτσια. Είχε πολλές φίλες αλλά και φίλους. Μπορούσε να κάνει παρέα με όλο τον κόσμο! Της άρεσε να γνωρίζει ανθρώπους και να συζητάει με τις ώρες ή να απομονώνεται και να ακούει μουσική. Τα βράδια έπλαθε με τη φαντασία της απίθανες ιστορίες αγάπης ανάμεσα σε διαφορετικά, μεταξύ τους, πλάσματα και το πρωί στα διαλείμματα του σχολείου της, ζωγράφιζε με μολύβι αυτές τις εικόνες.

Μέχρι που ήρθαν εκείνα τα Χριστούγεννα και όλα άλλαξαν…

Περίμενε με αγωνία, όπως κάθε χρόνο, να πάρει τα δώρα της και να προσποιηθεί ότι τα έφερε ο Άγιος Βασίλης, για να μη χαλάσει την έκπληξη στους γονείς της, στον οποίο δεν πίστεψε ποτέ, βέβαια. Είχε τετράγωνη λογική και γνώριζε πολύ καλά πως όλα τα δώρα προέρχονται από τον κόπο, τις θυσίες, τη διάθεση και την αγάπη των ανθρώπων.

Το βραδάκι της Παραμονής, αφού κάθισε στο γιορτινό τραπέζι της οικογένειας, τυλίχτηκε με την αγαπημένη της κουβέρτα, φόρεσε κ το σκουφί της και βγήκε στην αυλή. Θέλησε να μείνει για λίγο μόνη με τις σκέψεις και τις επιθυμίες της για την καινούργια χρονιά. Σκαρφάλωσε στη φωλιά του δέντρου της κι έκλεισε τα μάτια προσπαθώντας να κάνει μια ευχή. Ο ήχος από τα βήματα που ακούστηκαν δίπλα της την πάγωσε…. Γύρισε τρομαγμένη το πρόσωπό της και τότε τον είδε, ψηλό, όμορφο, με γκρίζα μαλλιά και γένια, να στέκεται κάτω από το δέντρο της. Φορούσε μια ολόσωμη κάπα με κουκούλα στο αγαπημένο της χρώμα, βαθύ κόκκινο.

Μη φοβάσαι, της είπε, για σένα ήρθα. Κατάλαβα πως με χρειάζεσαι, οι σκέψεις σου είναι μπερδεμένες μα η καρδιά σου ανοιχτή. Θέλεις να μάθεις το γιατί;

Ξέρεις γιατί μπερδεύονται οι σκέψεις μου; Πώς το ξέρεις; Πώς σε λένε;

Το όνομά μου, θα το βρεις εσύ και θα μου το δώσεις. Και ξέρεις γιατί μπερδεύονται οι σκέψεις σου και τα βράδια γίνονται ιστορίες και όνειρα και το πρωί τα ζωγραφίζεις; Γιατί σου περισσεύει αγάπη και τρέχει να κρυφτεί στις ζωές των άλλων. Αυτές τις ιστορίες γράφεις. Για την δική σου αγάπη που τη χαρίζεις στους άλλους…

Κι όταν θέλω να κάνω μια ευχή, γιατί η σκέψη μου στέκεται βουβή για πολλή ώρα; Γιατί δεν καταφέρνω να κάνω μια γρήγορη ευχή για κάτι που θέλω;

Γιατί δεν σκέφτεσαι ποτέ, πρώτα, αυτό που θέλεις εσύ αλλά αυτό που θα ήθελαν να έχουν οι άνθρωποι που εσύ νοιάζεσαι και αγαπάς. Η σκέψη σου προσπαθεί να βρει δρόμο για τη δική σου επιθυμία αλλά η καρδιά σου την μπερδεύει με τις επιθυμίες των άλλων.

Η σκέψη μου δεν είναι φίλη με την καρδιά μου; Έχουν μαλώσει; Γιατί μπερδεύονται αφού ζουν και οι δύο από μένα;

Ακριβώς γιαυτό! Γιατί ζουν από εσένα, μέσα σε εσένα! Θέλεις να δώσεις λίγο χρόνο και στις δύο να καταλάβουν ποιο είναι το όνειρό σου; Το δικό σου, κατά δικό σου όνειρο!

Αυτό θα ήταν πολύ εγωιστικό! Εγώ, τα όνειρά μου τα ζωγραφίζω και τα γράφω στα τετράδιά μου. Δεν χρειάζεται να τα λέω…

Να, που χρειάζεται. Κάποιος πρέπει να σε ακούσει να τα ζητάς, να τα θέλεις τόσο πολύ που να τα φωνάζεις δυνατά για να σε βοηθήσει να τα κάνεις πραγματικότητα.

Εσύ, θέλεις να τα ακούσεις; Γιαυτό ήρθες, απόψε, εδώ;

Εγώ θα έρχομαι συχνά εδώ. Για όσο καιρό χρειαστεί να δυναμώσεις τη φωνή της καρδιάς σου.

Εντάξει. Με μια συμφωνία, όμως! Να μην χρειάζεται να φωνάζω, αλλά να κλείνω τα μάτια μου. Θα έρχομαι εδώ στη φωλιά μου και θα κλείνω σφιχτά τα μάτια μου… θα με ακούς τότε;

Φυσικά, θα σε ακούω. Μόνο έτσι «φωνάζουν» οι καρδιές, με κλειστά τα μάτια…


Από εκείνο το βράδυ δεν κορόιδεψα ποτέ ξανά τους γονείς μου για τον υποτιθέμενο Άγιο Βασίλη που μου φέρνει τα δώρα των Χριστουγέννων αλλά και όλα τα μικρά ή μεγάλα δώρα που κάποιος μου χάριζε. Ακόμη και ένα χαμόγελο, είναι το δώρο μιας όμορφης στιγμής που «φώναξε» κάτι η καρδιά κάποιου άλλου για μένα. Τώρα ξέρω πως υπάρχει ο Άγιος των ευχών για όλα τα παιδιά, μικρά και πιο μεγάλα.

Και δεν φοβάμαι να ανοίξω την καρδιά μου και να ζητήσω κι εγώ «φωναχτά» την επιθυμία μου. Αρκεί να έχω κλειστά, πολύ κλειστά τα μάτια μου…


Υ.Γ. Αυτή θα μπορούσε να είναι μια μικρή αυτοβιογραφική, Χριστουγεννιάτικη ιστορία.

Ή και όχι.


Καλά Χριστούγεννα!

Κατερίνα Τζαβάρα